- βόρβορος
- ο1. βρομερή λάσπη, βούρκος.2. μτφ., η χειρότερη ηθική κατάπτωση: Από τότε που εγκατέλειψε την πατρική εστία έπεσε στο βόρβορο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βόρβορος — mire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… … Dictionary of Greek
βορβόρω — βόρβορος mire masc nom/voc/acc dual βόρβορος mire masc gen sg (doric aeolic) βορβορόω make muddy pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόροις — βόρβορος mire masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρου — βόρβορος mire masc gen sg βορβορόω make muddy pres imperat act 2nd sg βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρους — βόρβορος mire masc acc pl βορβορόω make muddy imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρων — βόρβορος mire masc gen pl βορβορόω make muddy imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βορβορόω make muddy imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβόρῳ — βόρβορος mire masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβορε — βόρβορος mire masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβοροι — βόρβορος mire masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)